- λαῖτμα
- λαῖτμα, ατος, τό, poet. Noun,A depth or gulf of the sea,
μέγα λ. θαλάσσης Od.4.504
, 5.174, 9.260;ἁλὸς ἐς μέγα λ. Il.19.267
, cf. Od.8.561; also alone,λ. μέγ' ἐκπερόωσιν 7.35
, cf. 5.409, 7.276, Theoc.13.24, A.R.1.1299.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.